ἄρμυλα

ἄρμυλα
ἄρμυλα, τά,
A shoes (Cypr.), Hsch. [full] ἀρμώατος· σπασμός (Cypr.), Id. [full] ἄρμωλα· ἀρτύματα (Arc.), Id.:—also [full] ἀρμώμαλα, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄρμυλα — shoes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • αρβύλα — η κ. άρβυλο, το (Α ἀρβύλη κ. ἀρβυλίς, η) νεοελλ. 1. «οι αρβύλες, τα άρβυλα» τα υποδήματα των στρατιωτών 2. φρ. α) «φόρεσα τις αρβύλες» κατατάχθηκα στον στρατό β) «λόγια της αρβύλας» ανυπόστατες φήμες αρχ. 1. (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”